download

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
download < down + load

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌdaʊnˈləʊd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈdaʊnˌloʊd/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
download downloads

download (en)

  1. το κατέβασμα, η λήψη αρχείων
  2. το αρχείο που κατεβάζει κάποιος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας download
γ΄ ενικό ενεστώτα downloads
αόριστος downloaded
παθητική μετοχή downloaded
ενεργητική μετοχή downloading

download (en)

  • (πληροφορική) κατεβάζω, καταφορτώνω [1] αρχείο, αντιγράφω αρχείο από έναν απομακρυσμένο υπολογιστή (διακομιστή) στον τοπικό υπολογιστή
    Let’s download her favorite song.
    Ας κατεβάσουμε το αγαπημένο της τραγούδι.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]