municipality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
municipality | municipalities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]municipality (en)
- ο δήμος
- ↪ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
- Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
- ↪ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.